- τρανώ
- -όω, Αβλ. τρανώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρανῶ — τρᾱνῶ , τρανόω make clear pres subj act 1st sg τρᾱνῶ , τρανόω make clear pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρανώνω — τρανῶ, όω, ΝΑ [τρανής/ τρανός] νεοελλ. τρανεύω αρχ. καθιστώ κάτι σαφές, κάνω κάτι ευδιάκριτο, διασαφηνίζω … Dictionary of Greek
αγριοτρανώ — ( άω) αγριοκοιτάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + τρανώ] … Dictionary of Greek
ανατρανίζω — (Μ ἀνατρανίζω) 1. υψώνω το βλέμμα μου 2. (μτβ.) παρατηρώ, εξετάζω κάτι προσεκτικά «τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια» (Κρυστάλλης) μσν. κοιτάζω (με προσοχή). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + τρανίζω < τρανώ ( όω) «ανακαλύπτω, εξηγώ, σαφηνίζω»] … Dictionary of Greek
διατρανώνω — (AM διατρανῶ, όω) [τρανώ] διηγούμαι κάτι σαφώς, διασαφηνίζω νεοελλ. εκδηλώνω τις σκέψεις μου με παρρησία και ζωηρότητα … Dictionary of Greek
επιτρανώ — ἐπιτρανῶ, όω (Μ) διασαφηνίζω, διαφωτίζω («τῆς τῶν πραγμάτων διαφθορᾶς... ἐπιτρανουμένης», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τρανώ (< τρανής)] … Dictionary of Greek
κατατρανώ — κατατρανῶ, όω (AM) εξομαλίζω, αποσαφηνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρανῶ «διασαφηνίζω»] … Dictionary of Greek
προτρανούμαι — όομαι, Α έχω αποσαφηνιστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + τρανῶ «διαλευκαίνω, διασαφηνίζω»] … Dictionary of Greek
συντρανώ — όω, Α (συν. το παθ.) συντρανοῦμαι, όομαι καθίσταμαι σαφής μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τρανῶ «διαλευκαίνω, διασαφηνίζω» (< τρανής «σαφής»)] … Dictionary of Greek
τετρανωμένως — Μ επίρρ. με πλήρη καθαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τετρανωμένος τού τρανῶ «ξεκαθαρίζω, διασαφηνίζω» + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek